ψυχολογημένος

ψυχολογημένος
-η, -ο
αυτός που γίνεται ύστερα από ψυχολογική εκτίμηση των προσώπων ή των καταστάσεων: Αυτή ήταν μια ψυχολογημένη ενέργεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχολογώ — ψυχολογώ, ψυχολόγησα, ψυχολογημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ψυχολογώ : η μτχ. ψυχολογημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που γίνεται μετά από (ή φανερώνει) ορθή ψυχολογική εκτίμηση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχολογώ — ψυχολογῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. 1. (αμτβ.) ασχολούμαι με την ψυχολογία, είμαι ψυχολόγος 2. (μτβ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις ψυχικές διαθέσεις κάποιου 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχολογημένος, η, ο αυτός που γίνεται ύστερα από σωστή μελέτη τών ψυχικών… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογώ — και ψυχολογάω ψυχολόγησα, ψυχολογήθηκα, ψυχολογημένος 1. είμαι ψυχολόγος, ασχολούμαι με την ψυχολογία. 2. προσπαθώ να καταλάβω τις ψυχικές διαθέσεις των άλλων: Τον ψυχολόγησα σωστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”